ψιθύρα

ψιθύρα
ἡ, Α
λιβυκό ή θρακικό μουσικό όργανο με τετράγωνο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που στην Ελληνική έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση τού ρ. ψιθυρίζω, με το οποίο και έχει συνδεθεί παρετυμολογικά. Στον σχηματισμό τής λ. έχουν παίξει ρόλο πιθ. και τα συνώνυμα λύρα, κινύρα, κιθάρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψιθύρα — ψιθύρᾱ , ψιθύρα fem nom/voc/acc dual ψιθύρᾱ , ψιθύρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψίθυρα — ψίθυρος whispering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθύραν — ψιθύρᾱν , ψιθύρα fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλίκια — Απόδοση της λατινικής λέξης delicia ή deliciae, που αναφερόταν στα παιδιά που χρησίμευαν ως ζωντανός διάκοσμος ή για διασκέδαση των γυναικών. Το έθιμο μεταφέρθηκε από την αρχαία Ρώμη στην Αλεξάνδρεια, όπου η Κλεοπάτρα είχε στην ακολουθία της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”